προβολικός

προβολικός
-ή, -ό, Ν [προβολή]
1. μαθημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προβολή («προβολική γεωμετρία» — κλάδος τής γεωμετρίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών προβολικών ιδιοτήτων τών σχημάτων)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προβολέα («προβολικός φάρος» — φάρος ο οποίος χρησιμοποιεί ηλεκτρικό προβολέα)
3. φρ. «προβολική εκτύπωση» — μέθοδος αντιγραφής φωτογραφικών εικόνων η οποία παρέχει τη δυνατότητα παραγωγής εικόνων διαφορετικών διαστάσεων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προβολικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην προβολή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… …   Dictionary of Greek

  • χώρος — Για τη στοιχειώδη γεωμετρία, χ. είναι μια αυτονόητη έννοια και αποτελείται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να τοποθετηθούν νοερά τα άλλα, επίσης αυτονόητα, γεωμετρικά στοιχεία: σημεία, ευθείες, επίπεδα. Τα σύγχρονα όμως μαθηματικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”