- προβολικός
- -ή, -ό, Ν [προβολή]1. μαθημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προβολή («προβολική γεωμετρία» — κλάδος τής γεωμετρίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών προβολικών ιδιοτήτων τών σχημάτων)2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προβολέα («προβολικός φάρος» — φάρος ο οποίος χρησιμοποιεί ηλεκτρικό προβολέα)3. φρ. «προβολική εκτύπωση» — μέθοδος αντιγραφής φωτογραφικών εικόνων η οποία παρέχει τη δυνατότητα παραγωγής εικόνων διαφορετικών διαστάσεων.
Dictionary of Greek. 2013.